- βαρώνος
- ο , βαρώνη η барон, -есса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρώνος — ο (θηλ. η και ίς) 1. τίτλος ευγενείας που δήλωνε κατά τους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους τον οποιασδήποτε βαθμίδας κάτοχο γης η οποία του είχε παραχωρηθεί από τον βασιλιά 2. η κατώτατη βαθμίδα της αγγλικής αριστοκρατίας στους νεώτερους χρόνους.… … Dictionary of Greek
Βαλέ Πουσέν, Σαρλ Ζαν Γκουστάβ Νικολά, βαρώνος — (Charles Jean Gustave Nicolas Baron de la Vallee Poussin, Λουβέν 1866 – Λουβέν 1962). Βέλγος μαθηματικός. Γιος καθηγητή γεωλογίας και μεταλλειολογίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν επί σαράντα χρόνια, ο Β.Π. ξεκίνησε σπουδές στο κολέγιο Ιησουϊτών… … Dictionary of Greek
Σέσιλ, Ουίλιαμ βαρώνος Μπώρλεϋ — (Cecil). Άγγλος πολιτικός (1520 1598). Διετέλεσε διαδοχικά υπουργός των Εξωτερικών και μέγας θησαυροφύλακας. Αναμείχθηκε στην πολιτική ως ευνοούμενος του Σώμερσετ και το 1550 έγινε γραμματέας του βασιλιά. Όταν το 1558 ανέβηκε στο θρόνο η Ελισάβετ … Dictionary of Greek
Веллиос, Константинос — … Википедия
μπαρόνος — και μπαρούνος, ὁ (Μ) 1. βαρώνος 2. (γενικά) άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. baron < λατ. baro, onis < αρχ. γερμ. bar «ελεύθερος» (βλ. λ. βαρώνος). Ο τ. μπαρούνος < προβηγκ. baroun] … Dictionary of Greek
μπαρώνος — ο 1. το πουλί αιγιαλίτης ο κεντιανός 2. ο βαρώνος 3. (ειρωνικά) κακοήθης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baron (βλ. λ. βαρώνος)] … Dictionary of Greek
Baron (Noblesse) — Pour les articles homonymes, voir Baron. Couronne héraldique de baron Baron … Wikipédia en Français
Baron (noblesse) — Pour les articles homonymes, voir Baron. Couronne héraldique de baron Baron est un titre de noblesse. L éty … Wikipédia en Français
μπαρούνης — και παρούνης και μπαρούς, ὁ (Μ) ο βαρώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. baroun] … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek